ἀγαθουργέω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, v. ἀγαθοεργέω.
German (Pape)
[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργέω.
English (Abbott-Smith)
- † ἀγαθουργέω, -ῶ, contracted form (rare, v. WH, App., 145) of ἀγαθοεργέω (q.v.),
to do good: Ac 14:17. †
Greek Monotonic
ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, συνηρ. από το ἀγαθοεργέω.