τιτιγόνιον
English (LSJ)
τό, A an insect like a τέττιξ, Epil.4 (where τιττιγόνιον cod.Phot., the alphabetical order requiring τιτιγόνιον; τρυγονίῳ codd.ACAth., cf. ζῷον ὅμοιον τέττιγι καὶ τριγονίῳ Eust.1282.40), prob. cj. in Arist.HA556a20 (where τεττιγόνια, with v.l. τριγόνια, cf. τιγόνιον· εἶδός τι Ἀριστοτέλει, Hsch., τιγόνιον· ἐπὶ νηπίου τίθεται, Phot.); the word is correctly written in EM760.47, Paus.Gr.Fr. 87 (ap.Eust.396.2, where it is rightly connected with τιτίζω: it is prob. Dim. of Τιτιγών (τιτιγών: τιτίζω, = ὀλολυγών: ὀλολύζω, = τρυγών: τρύζω)). (Perh. to be restored for tetogonia, v.l. tetigometrae, in Plin.HN11.92.)
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος εντόμου παρόμοιου με το τζιτζίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί μέσω αμάρτυρου τ. τιτιγών (πρβλ. ἀηδών, τρυγών, χελιδών), με επίθημα -ιον (πρβλ. αηδόν-ιον,) από ρ. τιτίζω, προϊόν ονοματοποιίας (πρβλ. τιττυβίζω, ψιθυρίζω)].
Frisk Etymology German
τιτιγόνιον: {titigónion}
Grammar: n.
Meaning: N. eines τέττιξ-ähnlichen Insekts (Epil. Kom., Paus. Gr., EM, Eust.).
Etymology : Setzt zunächst ein *τιτιγών voraus (vgl. τρυγών, χελιδών, ἀηδών, alle mit -όνιον); ein onomatopoetisches τιτίζω, τιτίζοντας zwitschern wurde von Zenod. in Β 314 für τετριγῶτας gelegen. Rückbildung τιτίς, -ίδος f. N. eines kleinen Vogels, auch pudendum muliebre (Phot.). Daneben τίτυρος, τιτύρας als Vogelnamen (H.).
Page 2,905