διαφανῶς
From LSJ
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
French (Bailly abrégé)
adv.
clairement, évidemment.
Étymologie: διαφανής.
Russian (Dvoretsky)
διαφᾰνῶς: явственно, ясно (σημαίνειν Xen.; χρημάτων ἀδωρότατος Thuc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαφανῶς adv. van διαφανής.
English (Woodhouse)
(see also: διαφανής) clearly, manifestly