ἱμάντωσις

From LSJ
Revision as of 12:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάντωσις Medium diacritics: ἱμάντωσις Low diacritics: ιμάντωσις Capitals: ΙΜΑΝΤΩΣΙΣ
Transliteration A: himántōsis Transliteration B: himantōsis Transliteration C: imantosis Beta Code: i(ma/ntwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A binding with thongs, Id.; of the straps of a car, Poll.1.142. II piece of timber used instead of a bond-stone, LXXSi.22.16, Phot., etc.

German (Pape)

[Seite 1252] ἡ, eigtl. das Binden mit Riemen, Riemenzeug, Poll. 1, 142; übh. das Verbinden; auch eine Mauer, VLL. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάντωσις: -εως, ἡ, τὸ συνδέειν διὰ λωρίων, «ἱμάντωσις· σύνδεσμος τῶν κορυγίων (corrigiarum) τοῦ ὑποδήματος» Ἡσύχ.· περὶ τῶν λωρίων ἁμάξης, Πολυδ. Α΄, 142. ΙΙ. δέσις ξύλων ἐμβαλλομένων τοῖς οἰκοδομήμασιν, Ἑβδ. (Σειράχ. ΚΒ΄, 16), Φώτ., κτλ. ΙΙΙ. ἐπιμήκυνσις τοῦ γαργαρεῶνος (σταφυλῆς), ὡς τὸ ἱμάντιον, Ἀέτ. 8, 43.

Greek Monolingual

ἱμάντωσις, ἡ (Α) ιμαντώ
1. ένωση ή δέσιμο με λουριά
2. η ξυλοδεσιά οικοδομής
3. η επιγλωττίδα, η σταφυλή.