αλιεύω
From LSJ
σοφόν γάρ ἕν βούλευμα τάς πολλάς χεῖρας νικᾶ, σὺν ὄχλῳ δ' ἀμαθία μεῖζον κακό → better than many hands is one wise thought, a multitude of fools makes folly worse
Greek Monolingual
(Α ἁλιεύω)
1. είμαι αλιέας, ψαρεύω
2. πιάνω ο, τιδήποτε βρίσκεται μέσα στα νερά, στη θάλασσα
νεοελλ.
1. αναζητώ πυρετωδώς, επιδιώκω, περισυλλέγω
2. φρ. «αλιεύει οπαδούς», «αλίευσε μαργαρίτες», δηλαδή χτυπητά ορθογραφικά λάθη, παρερμηνείες
αρχ.
1. το μεσ. ἁλιεύομαι στην αττική διάλεκτο αλλά και μεταγενέστερα αντί του ενεργ. ἁλιεύω
2. καταδιώκω, τιμωρώ
3. το θηλυκό της παθητικής μετοχής του ενεστώτος. Αλιευομένη, τίτλος έργου του Αντιφώντος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλιεύς.
ΠΑΡ. ἁλίευμα, ἁλιευτής
νεοελλ.
αλίευση].