καστανιά
πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → many things are formidable, and none more formidable than man | wonders are many, and none is more wonderful than man | many things are bad, but nothing is more atrocious than man
Greek Monolingual
η (AM καστανέα, Α και κάστανος ή και κάστανον, τὸ)
το δέντρο που παράγει τον καρπό κάστανο
νεοελλ.
βοτ.
1. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της τάξης φηγώδη, στα οποία περιλαμβάνεται και η κοινή καστανιά
2. το ξύλο της καστανιάς («το έπιπλο αυτό είναι από καστανιά»)
3. το έπιπλο που έχει κατασκευαστεί από ξύλο καστανιάς
4. οικιακό σκεύος από συναρμολογούμενα δοχεία που χρησιμεύει για μεταφορά φαγητού, αλλ. γάβανο, γαβάνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανον + κατάλ. -έα
ο τ. κασταν-ιά < καστανέα, με συνίζηση (πρβλ. μηλ-έα: μηλ-ιά)].