ἀκροβελής

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροβελής Medium diacritics: ἀκροβελής Low diacritics: ακροβελής Capitals: ΑΚΡΟΒΕΛΗΣ
Transliteration A: akrobelḗs Transliteration B: akrobelēs Transliteration C: akrovelis Beta Code: a)krobelh/s

English (LSJ)

ές, A with point at end, AP6.62 (Phil.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.

Spanish (DGE)

-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).

Greek Monolingual

ἀκροβελής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.

Greek Monotonic

ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).

Middle Liddell

βέλος
with a point at the end, Anth.