κατασκοπεύω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
= κατασκοπέω (view closely, spy out, reconnoitre, keep a look-out, inspect), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).
German (Pape)
[Seite 1379] auskundschaften, erforschen, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκοπεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β´, 4, ἀλλ.).
Greek Monolingual
(AM κατασκοπεύω) κατάσκοπος
παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός
νεοελλ.
διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω σε εκείνον που μού έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.