κατασκοπεύω

From LSJ
Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκοπεύω Medium diacritics: κατασκοπεύω Low diacritics: κατασκοπεύω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΟΠΕΥΩ
Transliteration A: kataskopeúō Transliteration B: kataskopeuō Transliteration C: kataskopeyo Beta Code: kataskopeu/w

English (LSJ)

= κατασκοπέω (view closely, spy out, reconnoitre, keep a look-out, inspect), LXX Ex. 2.4, al., PTeb. 230 (ii BC).

German (Pape)

[Seite 1379] auskundschaften, erforschen, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκοπεύω: τῷ ἑπομ., Ἑβδ. (Ἔξοδ. Β´, 4, ἀλλ.).

Greek Monolingual

(AM κατασκοπεύω) κατάσκοπος
παρατηρώ, ερευνώ κάτι με προσοχή χωρίς να γίνω αντιληπτός
νεοελλ.
διενεργώ κατασκοπεία, παρακολουθώ κρυφά και με προσοχή και συλλέγω πληροφορίες για μυστικά στοιχεία και ιδιαίτερα για κρατικά μυστικά και τά διαβιβάζω σε εκείνον που μού έχει αναθέσει την αποστολή αυτή.