κατασφάζω

Revision as of 16:41, 6 June 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

later κατασφάττω Luc.Sacr.12 (Pass. κατασφάττεσθαι Jul. Or.5.174a): fut. κατασφάξω LXX Ez.16.40:—slaughter, murder, Hdt.6.23, 8.127, LXX l.c., al., Ev.Luc.19.27, D.C.40.48: freq. in aor. Pass. κατεσφάγην [ᾰ] A.Eu.102, S.OT730, X. An.4.1.17, etc.

Greek (Liddell-Scott)

κατασφάζω: βραδύτερον κατασφάττω: μέλλ. κατασφάξω· κατασφάζων, ῥίπτω κάτω, τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, φονεύω, Ἡρόδ. 6. 23· ἐπεὶ δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· συχν. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

impf. κατέσφαζον, f. κατασφάξω, ao. κατέσφαξα, ao.2 Pass. κατεσφάγην;
égorger.
Étymologie: κατά, σφάζω.

English (Thayer)

(or κατασφαττόω): 1st aorist κατεσφαξα; "to kill off (cf. κατά III:1), to slaughter": Sept.; Herodotus, Tragg., Xenophon, Josephus, Antiquities 6,6, 4; Aelian v. h. 13,2; Herodian, 5,5, 16 (8 edition, Bekker).)

Greek Monolingual

(AM κατασφάζω και Μ κατασφάττω)
σφάζω με αγριότητα, σκοτώνω χωρίς οίκτο, κατακρεουργώ.

Greek Monotonic

κατασφάζω: έπειτα [κατα[σφάττω]]· μέλ. κατασφάξω, σφαγιάζω, φονεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., αόρ. βʹ κατεσφάγην [ᾰ], σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σφάζω afslachten, vermoorden.

Russian (Dvoretsky)

κατασφάζω: атт. κατασφάττω (aor. 2 pass. κατεσφάγην) зарезывать, закалывать, убивать Trag., Her., NT: ὁρῶντος τοῦ ἑτέρου κατεσφάγη Xen. (один из двух пленников) был заколот на глазах у другого.

Middle Liddell

later κατασφάττω fut. ξω Pass., aor2 κατεσφάγην
to slaughter, murder, Hdt.: Pass., Trag.

Chinese

原文音譯:katasf£ttw, (katasf£zw) 卡他-士法拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:向下-殺
字義溯源:殺掉,殺了,屠殺;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(σφάζω)*=宰,宰殺)組成。比較 (θύω / ἐπιθύω)同源字, (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 殺了(1) 路19:27