ἀναποδισμός
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
ὁ, A going back, εἰς μονάδα, opp. προποδισμὸς ἀπὸ μονάδος, Moderat. ap. Stob.1 Coroll.8; of the retrograde motion of planets, Vett.Val.226.1, Nicom.Ar.1.5; in plural, opp. προποδισμοί, Alex.Aphr.in Metaph.440.7; generally, reversal of planet's motion, Theo Sm.p.148H. II calling back, recall, LXX Wi.2.5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναποδισμός: ὁ, ἡ ἐπιστροφή, ἐπάνοδος, ἀναποδισμὸς εἰς μονάδα, ἀντιθέτως πρὸς τὸ προποδισμός… ἀπὸ μονάδος, Μοδερᾶτος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 18. ΙΙ. ἀνάκλησις, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 alejamiento τῆς τελευτῆς ἡμῶν LXX Sap.2.5.
2 retroceso, regresión εἰς μονάδα Moderatus 1, cf. Alex.Aphr.in Metaph.440.7, Hsch.
3 astrol. movimiento retrógrado de los planetas, Vett.Val.226.1, cf. en plu., Nicom.Ar.1.5, Theo Sm.p.148.
Greek Monolingual
ο (Α ἀναποδισμός) ἀναποδίζω (Ι)]
βάδιση προς τα πίσω, οπισθοδρόμηση, επάνοδος, επιστροφή
αρχ.
1. ανάκληση
2. επιμελέστερη ή ακριβέστερη εξέταση.