εὐνήτειρα

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

German (Pape)

[Seite 1082] ἡ, = εὐνάτειρα, Aesch. Pers. 153; νὺξ εὐν. ἔργων Ap. Rh. 4, 1058.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
épouse.
Étymologie: fém. de εὐνητήρ.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, ἄλοχος, εὖνις².

Russian (Dvoretsky)

εὐνήτειρα: дор. εὐνάτειρα ἡ супруга Aesch., Anth.