φυλοκρινώ

From LSJ
Revision as of 19:20, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

-έω, και εσφ. γρφ. φυλλοκρίνω, ΜΑ
1. επιλέγω προσεχτικά («τὸ βουλευτικὸν πᾶν καὶ φυλοκρινῆσαι καὶ διαλέξαι», Δίων Κάσσ.)
2. διακρίνω, ξεχωρίζω με ακρίβεια («ἕκαστον ὁποῖον ἐστὶ φυλοκρινεῖν», Λουκιαν.)
αρχ.
1. διακρίνω, ξεχωρίζω τις φυλές
2. κατατάσσω
3. επιλέγω προσεχτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + -κρινῶ μέσω ενός αμάρτυρου φυλοκρινής (< φῦλον / φυλή + κρίνω, πρβλ. εἰλι-κρινής, εὐ-κρινής)].