ἄκορος

From LSJ
Revision as of 00:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄκορος Medium diacritics: ἄκορος Low diacritics: άκορος Capitals: ΑΚΟΡΟΣ
Transliteration A: ákoros Transliteration B: akoros Transliteration C: akoros Beta Code: a)/koros

English (LSJ)

ον, A = ἀκόρεστος: untiring, ceaseless, εἰρεσία Pi.P.4.202.

German (Pape)

[Seite 77] (unersättlich), ununterbrochen, εἰρεσία Pind. P. 4, 202. ἡ, Pflanze, Calmus, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἄκορος: -ον, ἀκόρεστος: ὁ μὴ εἰς κόπωσιν ὑποκείμενος, ἀδιάκοπος, εἰρεσία, Πινδ. Π. 4. 360.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
insatiable, infatigable.
Étymologie: ἀ, κόρος.

English (Slater)

ᾰκορος, -ον
   1 without tedium, weariness εἰρεσία δ' ὑπεχώρησεν ταχειᾶν ἐκ παλαμᾶν ἄκορος (P. 4.202)

Spanish (DGE)

-ον
incansable εἰρεσία Pi.P.4.202, τὸν ἄκορον βοᾶς ... Ἄρη A.Supp.635.

Greek Monolingual

ἄκορος, -ον (Α)
ο αδιάκοπος
«ἄκορος εἰρεσία» (Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κόρος < κορέννυμι.
ΠΑΡ. ἀκορία (Ι)].

Greek Monotonic

ἄκορος: -ον = ἀκόρεστος· ακούραστος, ακαταπόνητος, αδιάλειπτος, συνεχής, Λατ. improbus, εἰρεσία, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄκορος: неутомимый, безостановочный (εἰρεσια Pind.).

Middle Liddell

= ἀκόρεστος
untiring, ceaseless, Lat. improbus, εἰρεσία Pind.