ἐκκεχυμένως
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
Adv.pf.part.Pass. of ἐκχέω, A profusely, extravagantly, ἐ. ζῆν Isoc.15.207; ἐ. λέγειν without reserve, Pl.Euthphr.3d; ἀγαπᾶν Aristaenet.2.16; πράττειν τι Just.Nov.74.4.
German (Pape)
[Seite 762] ausgegossen; λέγειν, aussühklich, Plat. Euthyphr. 3 d; καὶ ῥᾳθύμως ζῆν, ausgelassen, Isocr. 15, 207; ἀγαπᾶν, übermäßig, Aristaen. 2, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκεχυμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐκχέω, ἀφθόνως, δαψιλῶς, πολυτελῶς, ἐκκεχ. Ζῆν, Λατ. effuse vivere, Ἰσοκρ. Ἀντιδ. § 222 (207)· ἐκκεχ. λέγειν, ἀμέτρως, ἀφειδῶς, Πλάτ. Εὐθύφρων 3D· ἀγαπᾶν Ἀρισταίν. 2. 16.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec effusion.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκχέω.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. pas. de ἐκχέω con derroche, desenfrenadamente ζῆν Isoc.15.207, κολακεύειν Plu.Eum.13, ἀναλίσκειν Lib.Or.11.135, cf. D.S.33.9, Poll.3.129
•profusamente, sin reservas ἐ. παντὶ ἀνδρὶ λέγειν Pl.Euthphr.3d, λίαν ἐ. ἠγάπων Aristaenet.2.16.18, ἐ. πρὸς τὰ πένθη διάκειμαι Iambl.VP 123, μὴ ... ἐ. καὶ ἀναποδείκτως τοῦτο πραττέτω Iust.Nou.74.4.
Greek Monolingual
ἐκκεχυμένως επίρρ. (Α)
1. άφθονα, πλουσιοπάροχα
2. με πολυτέλεια
3. ανεπιφύλακτα.
Greek Monotonic
ἐκκεχῠμένως: επιρρ. μτχ. Παθ. παρακ., άφθονα, πλούσια, υπερβολικά, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκεχῠμένως: [part. pf. к ἐκχέω
1) пространно, многословно (λέγειν Plat.);
2) широко, расточительно (ζῆν Isocr.).