ὑπερθρῴσκω

From LSJ
Revision as of 11:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερθρῴσκω Medium diacritics: ὑπερθρῴσκω Low diacritics: υπερθρώσκω Capitals: ΥΠΕΡΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: hyperthrṓiskō Transliteration B: hyperthrōskō Transliteration C: yperthrosko Beta Code: u(perqrw/|skw

English (LSJ)

fut. ὑπερθοροῦμαι, Ep. ὑπερθορέομαι: aor. ὑπερέθορον, Ep. ὑπέρθορον; inf. A ὑπερθορεῖν Hdt.6.134, Ep. ὑπερθορέειν Il.12.53 (v.l. in Hdt. l. c.): —overleap, leap over or spring over, c. acc., τάφρον ὑπερθορέονται Il.8.179; ὑπέρθορον ἑρκίον αὐλῆς 9.476, cf. 12.53; so ὑπερθ. τοὺς ἀνθρώπους, τὸ ἕρκος, Hdt.2.66, 6.134; πεδίον Ἀσωποῦ A.Ag.297; πύργον ib.827; βᾶριν οὐχ ὑπερθορεῖ will not escape from it, Id.Supp.873 (lyr.): also ὑπὲρ ἕρκος ὑ. Sol.4.29: c. gen., πόλεως ὑ. E.Hec.823.

French (Bailly abrégé)

f. ὑπερθοροῦμαι, ao.2 ὑπερέθορον, etc.
sauter ou bondir par-dessus, franchir d’un bond, acc..
Étymologie: ὑπέρ, θρῴσκω.

Greek Monotonic

ὑπερθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, Επικ. -θορέομαι, αόρ. βʹ -έθορον, Επικ. ὑπέρ-θορον, απαρ. -θορεῖν, Ιων. -θορέειν· υπερπηδώ, πηδώ ή αναπηδώ πάνω από, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης με γεν., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερθρῴσκω: (fut. ὑπερθοροῦμαι, aor. 2 ὑπερέθορον)
1) перепрыгивать, перескакивать (τι и τινά Hom., Her.);
2) пробегать (πεδίον Aesch.);
3) подниматься (καπνὸς πόλεως ὑπερθρῴσκων Eur.);
4) миновать, избегать (Αἰγυπτίαν βᾶριν Aesch.).