ἐλαιώδης
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
English (LSJ)
ες, A oily, Hp.Epid.3.17.ά, Philum.Ven.17.1; oleaginous, λιπαρότης Arist.HA522a22; τῇ γεύσει Dsc.1.39.
German (Pape)
[Seite 789] ες, oliven-, ölartig, Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιώδης: -ες, (εἶδος) καὶ Ἀττ. ἐλαώδης, ὅμοιος ἐλαίῳ, οὔρησεν ἐλαιῶδες Ἱππ. Ἐπιδ. τὸ Γ΄, 1093· ὁ περιέχων ἔλαιον, Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 1. 12, 1· ἐλαιόχρους, Διοσκ. 1. 92.
Spanish (DGE)
-ες
• Grafía: graf. -ιούδης POxy.2113.17 (IV d.C.)
1 de aspecto oleoso, aceitoso de líquidos οὔρησεν ἐλαιῶδες expulsó una orina aceitosa Hp.Epid.3.17.1, cf. Steph.in Hp.Progn.194.25, ὑγρόν Hp.Gland.1, λιπαρότης ... ἐ. de la grasa de la leche, Arist.HA 522a22, cf. Mete.388a5, ἰχώρ Philum.Ven.17.1, de ciertas piedras preciosas, Hld.2.30.3, Plu.Fluu.1.2
•de un aceite muy aceitoso, muy oleoso del aceite de mirto, Dsc.1.39.2.
2 parecido al olivo τὸ μὲν φύλλον ἐλαιῶδες ἔχει Thphr.HP 9.11.8.
3 de aceitunas que da o contiene aceite op. ἀνέλαιον ‘sin aceite’, Thphr.CP 6.8.7.
4 productor de aceitunas ἐλαιουδῶν δρυὸς ἑνός por un árbol de los que producen aceitunas, POxy.l.c.
Greek Monolingual
-ες (AM ἐλαιώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με λάδι στη σύστασή του
νεοελλ.
αυτός που περιέχει λάδι ή άλλη λιπαρή ύλη («ελαιώδη προϊόντα»)
αρχ.
αυτός που έχει το χρώμα του λαδιού, λαδόχρωμος, λαδής.
Russian (Dvoretsky)
ἐλαιώδης:
1) похожий на елей, маслянистый (λιπαρότης Arst.);
2) похожий на маслину, масличный (βοτάναι Arst.; φυτά Plut.).