διαβεβαιόομαι
Greek (Liddell-Scott)
διαβεβαιόομαι: ἀποθ. διισχυρίζομαι, ἰσχυρῶς καὶ ἐπιμόνως βεβαιῶ, Δημ. 220. 4· οἱ πρεσβύτεροι δ. οὐδὲν Ἀριστ. Ρητ. 2. 13, 1· δ. γεγονέναι τι Διόδ. 13. 90, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 39·- λέγω θετικῶς, διαβεβαιώνω, περί τινος Πολύβ. 12. 12, 6, Σεξτ. ἐμπ. Π. 1. 191.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
ao. διεβεβαιωσάμην;
affirmer fortement, confirmer, assurer.
Étymologie: διά, βεβαιόομαι.
English (Strong)
middle voice of a compound of διά and βεβαιόω; to confirm thoroughly (by words), i.e. asseverate: affirm constantly.
English (Thayer)
(διαβεβαιοῦμαι); middle to affirm strongly, assert confidently, (cf. Winer's Grammar, 253 (238)): περί τινο (Polybius 12,11 (12), 6), WH's Appendix, p. 167); Demosthenes, p. 220,4; Diodorus, Dionysius Halicarnassus, Plutarch, Aelian)
Greek Monotonic
διαβεβαιόομαι: αποθ., βεβαιώνω ισχυρά και επίμονα, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διαβεβαιόομαι:
1) решительно утверждать (τι Arst. и περί τινος Polyb., Plut., γεγονέναι τι Diod. и γενέσθαι τι Plut.);
2) настойчиво рекомендовать, подчеркивать (καθάπερ ἐδίδαξα καὶ διεβεβαιωσαίμην ἄν Dem.).
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:diabebaiÒomai 笛阿-卑白烏買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-(行)步
字義溯源:徹底的證實,確信的說,切實講明,堅確講明,堅定;由(διά)*=通過)與(βεβαιόω)=使堅固)組成;而 (βεβαιόω)出自(βέβαιος)=堅定的), (βέβαιος)出自(βάσις)=腳步), (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編:
1) 他們⋯論定的(1) 提前1:7;
2) 堅確講明(1) 多3:8