ἀντιτυπέω
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
A strike against, especially of a hard body, τινί Arist.Mete. 370b18; resist, τὰ ἁπτὰ ἀ. τὴν ἁφήν Phld.Sign.18; πεδίου μὴ ἀντιτυποῦντος τῇ ὁπλῇ Luc.Dom.10; προσάλληλα Ach.Tat.2.38: abs., Hp.Mul.2.177; τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Pl.Cra.420d:—also in Med., Hp.Mul.1.61.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτῠπέω: πλήττω ἐναντίον, ἀνθίσταμαι, ἀντιτείνω, ἀπωθῶ, ἰδίως ἐπὶ σκληρῶν σωμάτων, ὅταν τὸ ἐκκρινόμενον πνεῦμα ἑτέρῳ ἀντιτυπήσῃ Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1,4· πρός τι Ἀχ. Τάτ. 2. 38· ἀπολ., Ἱππ. 665. 6· τὸ εἶκον καὶ μὴ ἀντιτυποῦν Πλάτ. Κρατ. 420D: - ὡσαύτως ἐν τῷ μεσ. τύπῳ, Ἱππ. 638. 51.
Spanish (DGE)
1 chocar con, rebotar ἑτέρῳ Arist.Mete.370b18, c. πρός y ac. Ach.Tat.2.38.4
•c. ac. Phld.Sign.18, abs. de la φωνή como σῶμα Sch.D.T.482.28
•en v. pas. λόγος ... ὥσπερ ἀντιτυπούμενος πρὸς ἑαυτὸν ἐπανέρχεται Iust.Phil.Fr.p.49
•abs. resonar ἡ φωνή Sch.D.T.482.30.
2 resistir c. dat. πεδίου ... μὴ ἀντιτυποῦντος τῇ ὁπλῇ Luc.Dom.10, δίκην λίθου ... τὸν λόγον Origenes M.12.284A
•abs. Pl.Cra.420d, Basil.M.29.332B
•reaccionar Hp.Mul.2.177.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτῠπέω:
1) отражать встречным ударом (τινι Arst.);
2) оказывать сопротивление (μάχεσθαι καὶ ἀ. Plut.): τὸ ἀντιτυποῦν Plat. твердое тело.