αὐτόκτιτος
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
English (LSJ)
ον, (κτίζω) A self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301· «αὐτοκτί[σ]τους δόμους· οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.
Spanish (DGE)
-ον originado por sí mismo, natural ἄντρα A.Pr.301.
Greek Monolingual
αὐτόκτιτος, -ον (AM)
αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτιτος < κτίζω.
Greek Monotonic
αὐτόκτῐτος: -ον (κτίζω), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. φυσικός, ο εκ φύσεως, ἄντρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόκτῐτος: естественный, природный (ἄντρα Aesch.).
Middle Liddell
κτίζω
self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.