αὐτόκτιτος

From LSJ
Revision as of 20:10, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n

Menander, Monostichoi, 161
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόκτῐτος Medium diacritics: αὐτόκτιτος Low diacritics: αυτόκτιτος Capitals: ΑΥΤΟΚΤΙΤΟΣ
Transliteration A: autóktitos Transliteration B: autoktitos Transliteration C: aftoktitos Beta Code: au)to/ktitos

English (LSJ)

ον, (κτίζω) A self-produced, i.e. made by nature, natural, αὐτόκτιτ' ἄντρα A.Pr.303; αὐ. δόμους S.Fr.332.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόκτῐτος: -ον, (κτίζω) ὁ αὐτομάτως γενόμενος, ὁ ἐκ φύσεως σχηματισθείς, πετρηρεφῆ αὐτόκτιτ’ ἄντρα Αἰσχύλ. Πρ. 301· «αὐτοκτί[σ]τους δόμους· οὐ κατεσκευασμένους, ἀλλ’ ἐκ ταὐτομάτου γεγενημένους, ἢ τοὺς οἰκουμένους. Σοφοκλῆς Κηδαλίωνι» Ἡσύχ. (Σοφ. Ἀποσπ. 306).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fondé de soi-même, càd naturel.
Étymologie: αὐτός, κτίζω.

Spanish (DGE)

-ον originado por sí mismo, natural ἄντρα A.Pr.301.

Greek Monolingual

αὐτόκτιτος, -ον (AM)
αυτός που σχηματίστηκε από μόνος του, που δεν είναι κτίσμα ή δημιούργημα κανενός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -κτιτος < κτίζω.

Greek Monotonic

αὐτόκτῐτος: -ον (κτίζω), αυτός που γίνεται αυτομάτως, δηλ. φυσικός, ο εκ φύσεως, ἄντρα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόκτῐτος: естественный, природный (ἄντρα Aesch.).

Middle Liddell

κτίζω
self-produced, i. e. natural, ἄντρα Aesch.

English (Woodhouse)

unhewn

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)