μεταπέτομαι
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
v. μεταπέταμαι.
French (Bailly abrégé)
f. μεταπτήσομαι;
s’envoler ailleurs.
Étymologie: μετά, πέτομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεταπέτομαι: перелетать, улетать Luc.