περιθλάω
From LSJ
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
A bruise or crush all round, Plu.2.341a (Pass.), Sor.1.118 (Pass.), Gal.18(1).640.
German (Pape)
[Seite 577] (s. θλάω), rings herum quetschen, Medic. u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιθλάω: συντρίβω ὁλόγυρα, κατασυντρίβω, Πλούτ. 2.341Α, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
briser autour de ou sur ; couvrir de contusions, acc..
Étymologie: περί, θλάω.
Russian (Dvoretsky)
περιθλάω: покрывать ушибами или синяками, избивать (περιθλᾶσθαι ὑπό τινος Plut.).