προσδυσκολαίνω
From LSJ
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
A to be refractory towards one, Plu.2.818a.
German (Pape)
[Seite 756] noch dazu mißmuthig, unzufrieden sein, Plut. reip. ger. praec. 24.
Greek (Liddell-Scott)
προσδυσκολαίνω: φέρομαι μετὰ δυστροπίας πρός τινα, Πλούτ. 2. 818Α.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être très fâché contre, τινι.
Étymologie: πρός, δυσκολαίνω.
Greek Monolingual
Α
φέρομαι με δυστροπία σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δυσκολαίνω «είμαι δύστροπος»].
Russian (Dvoretsky)
προσδυσκολαίνω: досадовать, негодовать (τινί Plut.).