συλλείβω
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
English (LSJ)
A collect by streams, τὸ ὕδωρ Arist.Mete.350a9:—Pass., [τὸ καταμηνιῶδες περίττωμα] συλλείβεται εἰς αὐτὴν τὴν ὑστέραν Id.GA 751a5; of blood, a flow takes place, Hp.Oss.15, cf. Virg.1; of rivers, ἐκ πλειόνων πηγῶν συλλείβεσθαι Demetr.Sceps. ap. Str.13.1.43.
German (Pape)
[Seite 975] zusammengießen, verschmelzen, Arist. meteor. 1, 13. – Pass. zusammenfließen, Plut. Aem. P. 14 Luc. Alex. 13.
Greek (Liddell-Scott)
συλλείβω: ἀφίνω νὰ πίπτωσι κατὰ σταγόνας, «οἱ ὀρεινοὶ καὶ ὑψηλοὶ τόποι, οἷον σπόγγος πυκνὸς ἐπικρεμάμενος κατὰ μικρὰ μέν, πολλαχῇ δὲ διαπιδῶσι καὶ συλλείβουσι τὸ ὕδωρ» Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 12. ― Παθ., λείβομαι ὁμοῦ, συρρέω κατὰ σταγόνας, ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, «συλλείβεται δὲ καὶ ἐκ τῶν ἄλλων μελῶν σώματος ἐς ταῦτην» Ἱππ. 278. 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 24.
French (Bailly abrégé)
verser ensemble goutte à goutte ; Pass. s’épancher goutte à goutte.
Étymologie: σύν, λείβω.
Russian (Dvoretsky)
συλλείβω: сливать вместе, скапливать (τὸ ὕδωρ Arst.): ἐκ πέτρας συλλείβεσθαι Plut. стекаться со скалы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συλ-λείβω, alleen med., doorsijpelen en zich verzamelen: samensijpelen.