ἀδιάσπαστος
Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit
English (LSJ)
ον, not torn asunder, uninterrupted, unbroken, X.Ages.1.4, Plb.1.34.5; inseparable, Dam.Pr.418, cf. Olymp.Alch.p.77B. Adv. ἀδιασπάστως Steph.in Hp. 1.65 D., Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιάσπαστος: -ον, ὁ μὴ διεσπασμένος, μὴ διακεκομμένος, ἄθραυστος, Ξεν. Ἀγησ. 1.4, Πολύβ. 1, 34, 5, Γρηγ. Νύσσ. - Ἐπίρρ. ἀδιασπάστως, Ἡσύχ., Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non séparé, non interrompu.
Étymologie: ἀ, διασπάω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1ininterrumpido, ἀρχή X.Ages.1.4
•que no se rompe o interrumpe τὸ σύστημα ἀδιάσπαστον ἔμεινεν la formación se mantuvo sin romperse Plb.1.34.5.
2 que no se puede partir o separar, inseparable φύσις Olymp.Alch.p.77.21, ἕνωσις Cyr.Al.Pulch.59
•subst. τὸ ἀδιάσπαστον = indivisibilidad τὸ τοῦ ἑνὸς ἀδιάσπαστον Dam.in Prm.418.
II adv. ἀδιασπάστως = ininterrumpida, continuamente op. διαμεμερισμένως Steph.in Hp.Progn.46.16, cf. Gr.Nyss.Hom.Opif.174.14, ἀδιασπάστως· ἀχωρίστως Hsch.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιάσπαστος: непрерывный, сплошной (τὸ τῆς τάξεως σύστημα Polyb.): διαγεγενημένος ἀ. Xen. длившийся непрерывно.