ἐκλυτικός
συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen
English (LSJ)
ή, όν, A calculated to weaken, Arist.GA 726b13; ὥρα Aët.16.22: metaph., τῶν λόγων Herm. in Phdr.p.103 A.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκλῠτικός: -ή, -όν, ἐπιφέρων ἔκλυσιν, ἀδυναμίαν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 5.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
fisiol. debilitante, emoliente, relajante ἡ τοῦ καθαροῦ καὶ ὑγιεινοῦ αἵματος ἀποχώρησις ἐκλυτικόν Arist.GA 726b13, cf. Phlp.in GA 46.9, ὥρα ὑπέρθερμος καὶ ἐ. época del año cálida y propicia para que (los poros) se relajen Sor.4.2.179, cf. Aët.16.22, τό γε μὴν χλιαροῖς θερμαίνειν ἐ. Ruf.Sat.Gon.39, cf. Gal.10.729, c. gen. ἐ. τῆς ἰσχύος Gal.19.667
•que suelta, que afloja c. gen. στομάχου de un tipo de viento, Aët.3.162.
Greek Monolingual
ἐκλυτικός, -ή, -όν (Α)
αυτός που προκαλεί έκλυση, ατονία.
Russian (Dvoretsky)
ἐκλῠτικός: расслабляющий, обессиливающий (αἵματος ἀποχώρησις Arst.).