ὑπεραχθής

From LSJ
Revision as of 13:52, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεραχθής Medium diacritics: ὑπεραχθής Low diacritics: υπεραχθής Capitals: ΥΠΕΡΑΧΘΗΣ
Transliteration A: hyperachthḗs Transliteration B: hyperachthēs Transliteration C: yperachthis Beta Code: u(peraxqh/s

English (LSJ)

ές, A overburdened, Theoc.11.37. II very heavy, φόρτος Nic.Th.342; πτερύγων ῥιπή Opp.H.5.263.

German (Pape)

[Seite 1191] ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραχθής: -ές, λίαν πεφορτωμένος. καθ’ ὑπερβολὴν βεβαρημένος, Θεόκρ. 11. 37, Νικ. Θηρ. 342, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé outre mesure, surchargé, accablé.
Étymologie: ὑπέρ, ἄχθος.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. βαρυφορτωμένος
2. πολύ βαρύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -αχθής (< ἄχθος), πρβλ. ἐπ-αχθής, κατ-αχθής].

Greek Monotonic

ὑπεραχθής: -ές (ἄχθος), παραφορτωμένος, πολύ επιβαρυμένος, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραχθής: перегруженный, переполненный (ταρσοί Theocr.).

Middle Liddell

ὑπερ-αχθής, ές ἄχθος
overburdened, Theocr.