δωδεκάσκυτος

From LSJ
Revision as of 01:22, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δωδεκάσκῠτος Medium diacritics: δωδεκάσκυτος Low diacritics: δωδεκάσκυτος Capitals: ΔΩΔΕΚΑΣΚΥΤΟΣ
Transliteration A: dōdekáskytos Transliteration B: dōdekaskytos Transliteration C: dodekaskytos Beta Code: dwdeka/skutos

English (LSJ)

ον, A of twelve strips of leather, σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.

German (Pape)

[Seite 694] σφαῖρα, aus zwölf Lederstücken zusammengesetzter Ball, Plat. Phaed. 110 b.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκάσκῡτος: -ον, ἐκ δώδεκα τεμαχίων διαφόρως κεχρωματισμένου δέρματος, σφαῖρα Πλάτ. Φαίδωνι 110Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 1003D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé de douze peaux.
Étymologie: δώδεκα, σκῦτος.

Spanish (DGE)

-ον
de doce piezas de cuero σφαῖρα Pl.Phd.110b, Plu.2.1003d.

Greek Monolingual

δωδεκάσκυτος, -ον (Α)
ο κατασκευασμένος από δώδεκα κομμάτια δέρματος.

Greek Monotonic

δωδεκάσκῡτος: -ον, αυτός που αποτελείται από δώδεκα κομμάτια δέρματος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκάσκῡτος: сделанный из двенадцати кусков кожи (σφαῖρα Plat., Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δωδεκάσκυτος -ον [δώδεκα, σκῦτος] van twaalf stukken leer.

Middle Liddell

δωδεκά-σκῡτος, ον
of twelve pieces of leather, Plat.