παμφαλάω
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
redupl. form A like παιφάσσω (cf. παπταλάω, παπταίνω), gaze in astonishment, Ion. word, Hippon.131, Anacr.160, Herod.4.77; πάντοσε παμφαλόωντες Eryc. ap. Sch.A.R.2.127: aor. 1 ἐπαμφάλησα· ἐθαύμασα, Hsch.:—Med., ἄγχι παμφαλώμενος Lyc.1433.
German (Pape)
[Seite 455] (φαω mit Reduplication?), nach Schol. Ap. Rh. 2, 127 μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῦ ἐπιβλέπειν, schüchtern um sich blicken, aus Anacr. u. Hippon. angeführt; pass. παμφαλώμενος, Lycophr. 1433, Schol. πανταχόθεν περιβλεπόμενος.
Greek (Liddell-Scott)
παμφᾰλάω: μετ’ ἀναδιπλ. τύπος ὡς τὸ παιφάσσω, (πρβλ. παπταλάω, παπταίνω) περιβλέπω, μάλιστα μετὰ φόβου, σπανία λέξις Ἱωνική, Ἀνακρ. 157, Ἱππῶναξ 114 (105)· παμφαλήσας Ἡρώνδ. IV, 77. - Παθ. παμφαλώμενος, «πανταχόθεν περιβλεπόμενος (Σχόλ.) Λυκόφρ. 1433.
Russian (Dvoretsky)
παμφᾰλάω: со страхом озираться Anacr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to gaze around astonishedly (Hippon., Anacr., Herod.), ἐπαμφάλησεν ἐθαύμασε, περιεβλέψατο H.
Other forms: παμφαλῆσαι.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Reduplicated intensive in -άω (cf. on παμφαίνω) with dissimilation from *φαλ-φαλ-άω (Bechtel Dial. 3, 324), prob. from φαλός λευκός H., s. φαλακρός. On the meaning cf. e.g. λευκός : λεύσσω. -- Quite doubtful. λεύσσω is not derived from λευκ-ός. Furnée 161 equates it with παπταλάομαι (Lyc.) and assume that it is a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
παμφαλάω: {pamphaláō}
Forms: (Lyk. -ώμενος), παμφαλῆσαι
Grammar: v.
Meaning: erstaunt umherschauen (Hippon., Anakr., Herod. u.a.), ἐπαμφάλησεν· ἐθαύμασε, περιεβλέψατο H.
Etymology : Redupliziertes Intensivum auf -άω (vgl. zu παμφαίνω) mit Dissimilation aus *φαλφαλάω (Bechtel Dial. 3, 324), wohl zu φαλός· λευκός H. u.a., s. φαλακρός. Zur Bed. vgl. z.B. λευκός : λεύσσω.
Page 2,470