ἀμφίζευκτος

From LSJ
Revision as of 10:55, 20 July 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "]]del " to "]] del ")

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίζευκτος Medium diacritics: ἀμφίζευκτος Low diacritics: αμφίζευκτος Capitals: ΑΜΦΙΖΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: amphízeuktos Transliteration B: amphizeuktos Transliteration C: amfizefktos Beta Code: a)mfi/zeuktos

English (LSJ)

ον, A joined from both sides, A.Pers.130.

German (Pape)

[Seite 139] von beiden Seiten verbunden, ἀμφοτέρας αἴας πρών Aesch. Pers. 128.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίζευκτος: -ον, ὁ ἐξ ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν ἐζευγμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 130.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
joint des deux côtés (par un pont).
Étymologie: ἀμφί, ζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
uncido por ambas orillas del Helesponto, con alusión al puente de Jerjes, A.Pers.131.

Greek Monolingual

ἀμφίζευκτος, -ον (Α)
(για ποταμούς, χαράδρες κ.λπ.) αυτός που είναι ζευγμένος και από τα δύο μέρη, που ενώνεται με γέφυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + ζευκτός < ζεύγνυμι.

Greek Monotonic

ἀμφίζευκτος: -ον (ζεύγνυμι), δεμένος και από τις δύο πλευρές, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίζευκτος: соединенный с обеих сторон мостом (πρων αἴας Aesch.).

Middle Liddell

ζεύγνυμι
joined from both sides, Aesch.