ἀρτιθανής

From LSJ
Revision as of 15:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτιθᾰνής Medium diacritics: ἀρτιθανής Low diacritics: αρτιθανής Capitals: ΑΡΤΙΘΑΝΗΣ
Transliteration A: artithanḗs Transliteration B: artithanēs Transliteration C: artithanis Beta Code: a)rtiqanh/s

English (LSJ)

ές, A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.

German (Pape)

[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
mort depuis peu.
Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.

Spanish (DGE)

(ἀρτῐθᾰνής) -ές
recién muerto νέκυς E.Alc.600, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.13, Men.Prot.p.89.

Greek Monolingual

ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].

Greek Monotonic

ἀρτιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιθᾰνής: только что умерший Eur.

Middle Liddell

θνήσκω
just dead, Eur.