ἐξερωέω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
A swerve from the course, of shy horses, αἱ δ' ἐξηρώησαν Il. 23.468; ἐξηρώησε κελεύθου Theoc.25.189.
German (Pape)
[Seite 879] aus der Bahn weichen, von scheuen Pferden, durchgeyen, Il. 23, 468; ἐξηρώησε κελεύθου, er wich aus dem Wege, Theocr. 25, 189.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξερωέω: ὁρμῶ ἔξω τοῦ δρόμου, ἀφηνιάζω, ἐπὶ πτοηθέντος ἵππου, αἱ δ’ ἐξηρώησαν Ἰλ. Ψ. 468· ἐξηρώησε κελεύθου Θεόκρ. 25. 189.
French (Bailly abrégé)
-ωῶ;
ao. ἐξηρώησα;
s’élancer hors de la carrière, s’emporter en parl. de chevaux.
Étymologie: ἐξ, ἐρωέω.
English (Autenrieth)
only aor. ἐξερώησαν (ἵπποι), have run away, ‘bolted,’ Il. 23.468†.
Greek Monotonic
ἐξερωέω: μέλ. -ήσω, βγαίνω με ορμή έξω από το δρόμο, παρεκκλίνω, λοξοδρομώ, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξερωέω: сворачивать в сторону (μέσσης κελεύθου Theocr.): αἱ (ἵπποι) ἐξηρώησαν Hom. лошади метнулись в сторону.