δυσμενέων

From LSJ
Revision as of 01:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμενέων Medium diacritics: δυσμενέων Low diacritics: δυσμενέων Capitals: ΔΥΣΜΕΝΕΩΝ
Transliteration A: dysmenéōn Transliteration B: dysmeneōn Transliteration C: dysmeneon Beta Code: dusmene/wn

English (LSJ)

participial form, only masc., A bearing ill-will, hostile, Od.2.72; δυσμενέοντες ib.73, 20.314.

German (Pape)

[Seite 683] οντος, feindlich gesinnt, einzeln stehendes particip., verhält sich zu δυσμενής wie ὑπερμενέων zu ὑπερμενής. Homer dreimal: Odyss. 2, 72 δυσμενέων, 2, 73. 20, 314 δυσμενέοντες. – Ap. Rh. 3, 352.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμενέων: μετοχικὸς τύπος ἀπαντῶν μόνον κατ’ ἀρσ., κακὴν διάθεσιν ἔχων ἢ αἰσθανόμενος, ἐχθρικῶς διακείμενος, ἐχθρός, Ὀδ. Β. 72· δυσμενέοντες αὐτόθι 73, Υ. 314.

French (Bailly abrégé)

part. prés. masc. de l’inusité *δυσμενέω, c. δυσμεναίνω : mécontent, fâché.

Greek Monotonic

δυσμενέων: μτχ. τύπος που απαντά μόνο στο αρσ., αυτός που έχει κακή διάθεση, εχθρικά διακείμενος, εχθρικός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

δυσμενέων: 2, οντος Hom. = δυσμενής I.

Middle Liddell

[a participial form only in masc.]
bearing ill-will, hostile, Od. [from δυσμενής