περιπάσσω

From LSJ
Revision as of 17:40, 22 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπάσσω Medium diacritics: περιπάσσω Low diacritics: περιπάσσω Capitals: ΠΕΡΙΠΑΣΣΩ
Transliteration A: peripássō Transliteration B: peripassō Transliteration C: peripasso Beta Code: peripa/ssw

English (LSJ)

Att. περιπάττω, A strew, sprinkle all round, ὀρίγανον Sotad. Com.1.28; τενθίδας ἡδύσμασι Alex.84.4; ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Thphr.HP9.1.7, cf. Arist.Mir.845a32 :—Pass., to be sprinkled, ὑπ' ὀριγάνου Id.HA534b22; τινι with a thing, Gal.6.533.

German (Pape)

[Seite 586] att. -ττω (s. πάσσω), umstreuen, ringsum bestreuen; περιπάσας ὀρίγανον, Sotad. com. bei Ath. VII, 293 e; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περιπάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, πάσσω ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, ὀρίγανον Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.

Greek Monolingual

και αττ. τ. περιπάττω Α
πασπαλίζω κάτι ολόγυραἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πάσσω «πασπαλίζω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπάσσω Ion. voor περιπάττω.

Russian (Dvoretsky)

περιπάσσω: атт. περιπάττω посыпать (ἄλφιτα λευκά Arst.): ὑπὸ θείου περιπαττόμενος Arst. посыпанный серой.