διάλλαξις
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
English (LSJ)
εως, ἡ, A separation, μιγέντων Emp.8.3, cf. Hp.Vict.1.10. 2 pl., attempts at reconciliation, Pl.Ep.350d.
Greek (Liddell-Scott)
διάλλαξις: -εως, ἡ συμφιλίωσις, Ἐμπεδ. παρ᾿ Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 1, 7, Μεταφ. 4. 4, 5.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 cambio, intercambio, permutación ἀλλὰ μόνον μίξις τε διάλλαξίς τε μιγέντων ἔστι Emp.B 8.3, αὔξησις, μείωσις, δ. como actividades regidas por el fuego, Hp.Vict.1.10, δ. καὶ ἐνάλλαξις Theol.Ar.6, cf. Hsch.s.u. διαλλαγαί.
2 plu. tentativas de reconciliación οὐ πειθόμενοι ταῖς ὑπ' ἐμοῦ διαλλάξεσι Pl.Ep.350d.
Russian (Dvoretsky)
διάλλαξις: εως ἡ перемещение, смена, по друг. разделение (μῖξίς τε δ. τε μιγέντων Emped. ap. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλλαξις -εως, ἡ [διαλλάττω] scheiding:. μόνον μίξις τε διάλλαξις τε μιγέντων ἔστι er bestaat alleen menging en scheiding van zaken die zich mengen Emped. Β 8.3. bemiddelingspoging:. οὐ πειθόμενοι ταῖς ὑπ ’ ἐμοῦ διαλλάξεσι niet luisterend naar mijn bemiddelingspogingen Plat. Epist. 350d.