τανυμήκης

From LSJ
Revision as of 10:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰνῠμήκης Medium diacritics: τανυμήκης Low diacritics: τανυμήκης Capitals: ΤΑΝΥΜΗΚΗΣ
Transliteration A: tanymḗkēs Transliteration B: tanymēkēs Transliteration C: tanymikis Beta Code: tanumh/khs

English (LSJ)

ες, A long-stretched, tall, ἰτέαι AP6.170.

German (Pape)

[Seite 1067] ες, lang gestreckt, schlank, ἰτέαι, Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠμήκης: -ες, ὁ τεταμένος εἰς ὕψος, ὑψηλός, ἰτέαι Ἀνθ. ΙΙ. 6. 170, Χρησμ. Σιβ. 1. 262.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui s’étend en longueur, allongé, élevé, de haute taille.
Étymologie: τανύω, μῆκος.

Greek Monolingual

-ύμηκες, Α
τεταμένος κατά μήκος, ψηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανν- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι» + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ἰσο-μήκης].

Greek Monotonic

τᾰνῠμήκης: -ες (τανύω, μῆκος), εξαιρετικά τεντωμένος, ψηλός, τανυμῆκαι ἰτέαι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰνῠμήκης: вытянувшийся, высокий (ἰτέαι Anth.).

Middle Liddell

τᾰνῠ-μήκης, ες τανύω, μῆκος
long-stretched, tall, ἰτέαι Anth.