μετοικισμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A emigration, Plu.Publ.22, Agis11.
German (Pape)
[Seite 161] ὁ, das Versetzen in einen andern Wohnsitz, das Übersiedeln; auch das Umziehen, Plut. Agis 11, oft.
Greek (Liddell-Scott)
μετοικισμός: -οῦ, ὁ, μετοικία, μετοίκησις, Πλουτ. Ποπλικ. 22, Ἆγις 11.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
émigration.
Étymologie: μετοικίζω.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μετοικισμός) μετοικίζω
μετοίκηση, μετανάστευση («τὸν δὲ ἀπελθόντα τῆς Σπάρτης ἐπὶ μετοικισμῷ πρὸς ἑτέρους ἀποθνῄσκειν κελεύει», Πλούτ.).
Greek Monotonic
μετοικισμός: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστευση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
μετοικισμός: ὁ переселение Plut.
Middle Liddell
μετοικισμός, οῦ, ὁ, μετοικίζω
emigration, Plut.