ἀχολία
From LSJ
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
German (Pape)
[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.
Greek Monolingual
η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.
Russian (Dvoretsky)
ἀχολία: ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.