ἀχολία

From LSJ
Revision as of 17:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot

Source

German (Pape)

[Seite 419] ἡ, Mangel an Galle, Sanftmuth, Plut. neben πρᾳότης cons. ad ux. 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχολία: ἡ, ἔλλειψις χολῆς, ἀοργησία, Πλούτ. 2. 608D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
absence de bile, càd caractère doux.
Étymologie: ἄχολος.

Greek Monolingual

η (AM ἀχολία) άχολος νεοελλ. ελάττωση ή έλλειψη της έκκρισης χολής
αρχ.
πραότητα.

Russian (Dvoretsky)

ἀχολία: ἡ отсутствие желчности, кротость Plut.