Μαχάων
Δειλοῦ γὰρ ἀνδρὸς δειλὰ καὶ φρονήματα → Etiam consilia ignava ignavi sunt viri → Des feigen Mannes Denkungsart ist feige auch
Greek (Liddell-Scott)
Μᾰχάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ πρῶτος μνημονευόμενος χειρουργός, Ἰλ. Β. 732, κ. ἀλλ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ μάχαιρα, πρβλ. μαχαίριον).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Machaon :
1 fils d’Asclépios;
2 autres.
English (Autenrieth)
Machāon, one of the sons of Asclepius, ruler in Tricca and Ithōme in Thessaly, distinguished in the art of healing, Il. 11.512, , Δ 2, Il. 2.732; wounded by Hector, Il. 11.506, 598, 651.
Greek Monolingual
Μαχάων, -ονος, ὁ (Α)
ο γιος του Ασκληπιού, που μνημονεύεται ως ο πρώτος χειρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -άων (< -ᾱfων), πρβλ. μυκηναϊκό makawo].
Greek Monotonic
Μᾰχάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, ο Μαχάων, γιος του Ασκληπιού, ο πρώτος χειρουργός για τον οποίο έχουμε πληροφορίες, σε Ομήρ. Ιλ. (πιθ. συγγενές προς μάχαιρα).
Russian (Dvoretsky)
Μᾰχάων: ονος (χᾱ) ὁ Махаон (сын Асклепия, фессалийский предводитель и врач) Hom.
Middle Liddell
Μᾰ¯χάων, ονος, ὁ,
Machaon, son of Aesculapius, the first surgeon that we hear of, Il. [Perh. akin to μάχαιρα.]