παντώνυμος

From LSJ
Revision as of 19:02, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παντώνῠμος Medium diacritics: παντώνυμος Low diacritics: παντώνυμος Capitals: ΠΑΝΤΩΝΥΜΟΣ
Transliteration A: pantṓnymos Transliteration B: pantōnymos Transliteration C: pantonymos Beta Code: pantw/numos

English (LSJ)

ον, A all-celebrated, Epigr. Gr.415 (Egypt).

Greek (Liddell-Scott)

παντώνῠμος: -ον, παρὰ πᾶσιν ὀνομαστός, ἔνδοξος, Συλλ. Ἐπιγραφ. 4709.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ονομαστός σε όλους, ξακουστός, ένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πολυ-ώνυμος. Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].