περιγραφικός
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
ή, όν, A indicating a conclusion, σύνδεσμοι prob. in A.D.Conj.253.18.
Greek Monolingual
-ή, -ό / περιγραφικός, -ή, -όν, ΝΑ περιγραφή
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιγραφή
νεοελλ.
1. ο ικανός να αποδίδει με ενάργεια και ζωντάνια τις εικόνες τών πραγμάτων, παραστατικός («περιγραφικό ύφος»)
2. αυτός που περιγράφεται με ζωντάνια και παραστατικότητα
3. αυτός που δεν διεισδύει στην ουσία ενός πράγματος ή φαινομένου, που δεν εμβαθύνει σε κάτι, επιφανειακός
4. φρ. α) «περιγραφική γλωσσολογία» γλωσσ. μορφή του γλωσσικού δομισμού ή στρουκτουραλισμού, που αναπτύχθηκε κυρίως στην αμερικανική ήπειρο μετά τον Μπλούμφηλντ και η οποία χρησιμοποιεί ως αποκλειστική μέθοδο ανάλυσης τών γλωσσικών φαινομένων την περιγραφή
β) «περιγραφική γεωμετρία»
μαθημ. η παραστατική γεωμετρία
γ) «περιγραφική μετεωρολογία»
(μετεωρ.) το σύνολο τών βασικών αρχών της μετεωρολογίας και τών επιστημών της ατμόσφαιρας που αναλύονται με περιγραφικό παρά με θεωρητικό ή δυναμικό τρόπο
αρχ.
αυτός που δηλώνει ένα συμπέρασμα, συμπερασματικός.
επίρρ...
περιγραφικώς / περιγραφικῶς ΝΑ και περιγραφικά Ν
1. με περιγραφή
2. κατά τρόπο περιγραφικό.