πολυσθενής

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυσθενής Medium diacritics: πολυσθενής Low diacritics: πολυσθενής Capitals: ΠΟΛΥΣΘΕΝΗΣ
Transliteration A: polysthenḗs Transliteration B: polysthenēs Transliteration C: polysthenis Beta Code: polusqenh/s

English (LSJ)

ές, A of great might, νηῶν ὅπλον Epic.Alex.Adesp.9 ii 11, cf. Luc.Trag.192, Q.S.2.205, al. σῐνής, ές, (σίνομαι) very hurtful, baneful, κύων A.Ch.446 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 673] ές, viel vermögend, Qu. Sm. 2, 205 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

πολυσθενής: -ές, ὁ ἔχων πολὺ σθένος, Λουκ. Τραγῳδ. 192, Κόϊντ. Σμ. 2. 205.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très fort.
Étymologie: πολύς, σθένος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ, και επικ. τ. πουλυσθενής Α
νεοελλ.
χημ. αυτός του οποίου το σθένος είναι πάνω από ένα
αρχ.
αυτός που έχει πολύ σθένος, πολλή δύναμη, πολύ ισχυρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -σθενής (< σθένος)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυσθενής -ές [πολύς, σθένος] heel machtig.

Russian (Dvoretsky)

πολυσθενής: весьма сильный, могучий (θεά Luc.).