πολυτραφής

From LSJ
Revision as of 11:41, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τί νυ τόξον ἔχεις ἀνεμώλιον αὔτως → why bear your bow in vain, why bear thy bow in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτρᾰφής Medium diacritics: πολυτραφής Low diacritics: πολυτραφής Capitals: ΠΟΛΥΤΡΑΦΗΣ
Transliteration A: polytraphḗs Transliteration B: polytraphēs Transliteration C: polytrafis Beta Code: polutrafh/s

English (LSJ)

ές, A much-nourishing, productive, χώρα D.S.2.52.

German (Pape)

[Seite 675] ές, viel nährend, fruchtbar, D. Sic. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτρᾰφής: -ές, ὁ πολλοὺς τρέφων, εὔφορος, χώρα πολυτραφὴς καὶ γόνιμος Διόδ. 2. 52.

Greek Monolingual

-ές, Α
(για χώρα) αυτός που τρέφει πολλούς, πάρα πολύ εύφορος («εἰς πολυτραφῆ χώραν καὶ γόνιμον ὕδωρ ἐνθάλπουσαν», Διόδ. Σ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τραφής (< θ. τραφ- του τρέφω, πρβλ. -τράφ-ην), πρβλ. ευ-τραφής].

Russian (Dvoretsky)

πολυτρᾰφής: питающий многих, плодородный (χώρα Diod.).