προαπολαμβάνω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
A receive before, Sammelb.5677.9 (iii A.D., Pass.).
German (Pape)
[Seite 708] (s. λαμβάνω), vorher wegnehmen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προαπολαμβάνω: ἀπολαμβάνω πρότερον, Ὠριγέν. κ. Κέλσ. 7. 334.
Greek Monolingual
Α
απολαμβάνω εκ τών προτέρων.