προσυντρίβω
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
English (LSJ)
[ῑ], A break in pieces before, ῥάβδους Id.59.20.
German (Pape)
[Seite 785] vorher zerreiben, zerbrechen, D. Cass. 59, 20.
Greek (Liddell-Scott)
προσυντρίβω: [ῑ], συντρίβω πρότερον, Δίων Κ. 59. 20.
Greek Monolingual
Α συντρίβω
σπάζω σε κομμάτια, κομματιάζω, θρυμματίζω προηγουμένως («τὰς ῥάβδους προσυντρίψας», Δίων Κάσσ.).