πωλοδάμνης
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ου, ὁ, A horsebreaker, X.Eq.2.2,3, Porph.Abst.3.6.
German (Pape)
[Seite 827] ὁ, der ein Fohlen bändigt, ein junges Pferd abrichtet und zureitet; Xen. oec. 13, 7; de re equ. 2, 1; Reitlehrer, Teles bei Stob. flor. 98, 72.
Greek (Liddell-Scott)
πωλοδάμνης: -ου, ὁ, (δαμάω) ὁ δαμάζων, ἡμερώνων ἵππους, δαμαστὴς ἵππων, πολὺ δὲ κρείττων τοῦ πωλοδάμνην εἶναι τῷ μὲν νέῳ εὐεξίας τε ἐπιμελεῖσθαι τῆς ἑαυτοῦ κλπ. Ξεν. Ἱππ. 2, 1 καὶ 3, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui dompte de jeunes chevaux.
Étymologie: πῶλος, δάμνημι.
Greek Monolingual
ὁ, Α
ο πωλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + -δάμνης (< δάμνημι «δαμάζω»)].
Greek Monotonic
πωλοδάμνης: -ου, ὁ (δαμάω), δαμαστής αλόγων, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πωλοδάμνης: ου ὁ объездчик лошадей Xen.
Middle Liddell
πωλο-δάμνης, ου, ὁ, δαμάω
a horsebreaker, Xen.