πόθικες
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
οἱ, (ποτί, ἱκ-νέ-ομαι) A relatives, kinsmen, τοὶ'ς ἄσιστα π. IG 5(2).159.17 (Tegea, v B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
πόθικες: (= προσήκοντες;)· Ἐπιγρ. Τεγέας ἐν Ἐφ. Ἀρχ. βϳ περ. 410. ― Παρὰ τῷ Cauer 2 b ἡ λέξις ἐξεδόθη κατὰ συμπλήρωσιν τολμηρὰν ποθικόντες. Ἴδε ποθίκων, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
οἱ, Α ποθίκω
(δωρ. τ.) οι προσήκοντες.