σιδηρόεις
From LSJ
English (LSJ)
εσσα, εν, A gloss on μελάνδετος, EM551.40.
Greek Monolingual
-εσσα, -εν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].
Full diacritics: σῐδηρόεις | Medium diacritics: σιδηρόεις | Low diacritics: σιδηρόεις | Capitals: ΣΙΔΗΡΟΕΙΣ |
Transliteration A: sidēróeis | Transliteration B: sidēroeis | Transliteration C: sidiroeis | Beta Code: sidhro/eis |
εσσα, εν, A gloss on μελάνδετος, EM551.40.
-εσσα, -εν, Α
(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) αυτός που έχει μαύρο δέσιμο ή μαύρη λαβή, μελάνδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + κατάλ. -όεις].