σιδηροκατάδικος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, A condemned to the iron, i.e. mutilated, Suid. s.v. σπάδων.
German (Pape)
[Seite 879] zum Schwerte verurtheilt, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροκατάδῐκος: -ον, ὁ εἰς σίδηρον καταδεδικασμένος, δηλ. εἰς ἀκρωτηριασμόν, Βασίλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
καταδικασμένος σε ποινή που εκτελείται με τον σίδηρο, δηλαδή σε ακρωτηριασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -κατάδικος.