σκαιωρέω

From LSJ
Revision as of 12:15, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκαιωρέω Medium diacritics: σκαιωρέω Low diacritics: σκαιωρέω Capitals: ΣΚΑΙΩΡΕΩ
Transliteration A: skaiōréō Transliteration B: skaiōreō Transliteration C: skaioreo Beta Code: skaiwre/w

English (LSJ)

A = πανουργέω, devise mischievously, ἐπιβουλήν τινι Procop.Aed.1 Prooem., cf. Sch.S.OT673.

German (Pape)

[Seite 888] = σκαιουργέω, Schol. Eur. Or. 432, πανουργέομαι, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

σκαιωρέω: πανουργέω, ἐπινοῶ μετὰ πανουργίας, μηχανῶμαι πανούργως, «ταράττομαι» Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Σοφ. Ο. Τ. 673, κτλ. - Παθητ., ἐσκαιωρημένα Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 9. 8· πρβλ. σκευωρέομαι· - σκαιωρία, ἡ, βλάβη, Θεόδ. Πρόδρ., Τζέτζ. Ἱστ. 8. 903, κτλ., ἀλλὰ καθ’ Ἡσύχ.: «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια». - σκαιώρημα, τό, ἐπιβλαβές ἐπινόημα, Πολυδ. Ϛ΄, 182, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Χο. 728, Ἐκκλ.