σπάργησις
From LSJ
ἡ δὲ γεωργία πέττει καὶ ἐνεργὸν ποιεῖ τὴν τροφήν → tillage brings to maturity and calls into action the nutritive properties of the soil
English (LSJ)
εως, ἡ, A swelling, distention, μαστῶν Dsc.3.34, cf. 2.107 (v.l. σπαργανώσεις), Sor.1.76.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α σπαργῶ, -άω
διόγκωση, πρήξιμο που οφείλεται στην ύπαρξη ζωικών χυμών ή σε υπεραιμία.